- μαίευση
- η (Α μαίευσις) [μαιεύω]το έργο τής μαίας ή τού μαιευτήρα, το ξεγέννημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαιεύσῃ — μαιεύσηι , μαίευσις delivery of a woman in child birth fem dat sg (epic) μαιεύομαι serve as a midwife aor subj mp 2nd sg μαιεύομαι serve as a midwife fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτικός — ή, ό (Α μαιευτικός, ή, όν) [μαιεύομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη») 2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» οι διάλογοι τού Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις,… … Dictionary of Greek
μαίωσις — μαίωσις, ἡ (Α) [μαιούμαι] μαίευση … Dictionary of Greek
μαιεία — μαιεία, ἡ (Α) [μαιεύομαι] το έργο τής μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα … Dictionary of Greek